- βάκιλλος
- ογένος βακτηρίων τα οποία είναι αερόβια ή αναερόβια, έχουν ραβδόμορφο σχήμα και, μερικές φορές, σχηματίζουν σπόρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόβιο — Μονοκύτταρος μικροοργανισμός ο οποίος ανήκει κυρίως στο φυτικό βασίλειο. Αναφέρεται και με τους όρους βακτηρίδιο, βάκιλλος ή σχιζομύκητας. Είχε μείνει άγνωστο, εξαιτίας του μικρού μεγέθους του, ώσπου η χρήση του μικροσκοπίου επέτρεψε την… … Dictionary of Greek
θειοβάκιλλος — ο (μικροβ.) γένος βακτηρίων τής τάξεως ψευδομονάδες, το οποίο περιλαμβάνει είδη που οξειδώνουν το θείο χρησιμοποιώντας το διοξείδιο τού άνθρακα και ανθρακικές και διττανθρακικές ενώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + βάκιλλος. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… … Dictionary of Greek
βακίλλιο — το υποκορ. βάκιλλος … Dictionary of Greek
καρδιοβακτήριο — το (μικροβιολ.) βάκιλλος που είναι παθογόνο αίτιο για ορισμένες ενδοκαρδίτιδες τού ανθρώπου … Dictionary of Greek
κοκκοβάκιλλος — ο (μικρβλ.) μικρός και βραχύς βάκιλλος ωοειδούς σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coccobacille < cocc(o) (< λατ. coccum < κόκκος) + bacille (< μσν. λατ. bacillus, υποκορ.… … Dictionary of Greek
κολίμορφος — ο (βιολ. στη βακτηριολογία) στον πληθ. οι κολίμορφοι έχουν τη μορφή και τη χρωστική συμπεριφορά τού κολοβακτηριδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colimorphe < coli συντετμημένη μορφή τού colibacille (< col[o] < κόλον «μέρος τού… … Dictionary of Greek
μονότριχος — η, ο 1. αυτός που έχει μόνο μία τρίχα ή βλεφαρίδα 2. το αρσ. ως ουσ. ο μονότριχος (μικρβλ.) βάκιλλος που έχει ένα μόνο κινητό μαστίγιο … Dictionary of Greek
πνευμοβάκιλλος — ο, Ν ζωολ. παλιά ονομασία τής κλεμπσιέλας, αλλ. πνευμοβακτηρίδιο, ή πνευμονοβακτηρίδιο, ή βακτηρίδιο τής πνευμονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pneumobacillus (< πνεύμα + βάκιλλος< λατ. bacillus)] … Dictionary of Greek
πυοβακίλλωση — η, Ν (κτην.) πυογόνος μόλυνση που οφείλεται στον πυοβάκιλλο και παρατηρείται, κυρίως, στα μηρυκαστικά και στον χοίρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyobacillosis (< πύον + βακίλλωση < βάκιλλος)] … Dictionary of Greek
τυφοβακίλλωση — η, Ν φρ. «τυφοβακίλλωση τού Λαντουζύ» ιατρ. οξεία μορφή φυματίωσης, τής οποίας τα γενικά συμπτώματα δίνουν μια εικόνα που θυμίζει τυφοειδή πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typhobacillose (< τύφος + βάκιλλος)] … Dictionary of Greek